ἀρι-

ἀρι-
ἀρι-
Grammatical information: prefix
Meaning: inseparable prefix `good, very' (Il.)
Compounds: in ἀρί-γνωτος, -δείκετος, -πρεπής etc.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Generally connected with ἄριστος (q.v.), which cannot be verified. - Not to Skt. ari- in Ved. ari-gūrtá-, ari-ṣtutá-. Can hardly be separated from its synonym ἐρι-, but this seems impossible if it is IE: the ἐ- requires a *h₁, but this makes ἀ- impossible. Fur. 348 thinks the element is Pre-Greek because of the ἐ- \/ ἀ-. Szemerényi, too, (Gnomon 43, 1971, 667f.) thinks of an Anatolian element (Hitt.-Luv. ura-\/uri- `great'). Willi HS 112, 1999, 86-100 convincingly disconnects the two and maintains the connection with ἄριστος; on ἐρι- s.v.
Page in Frisk: 1,138

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • αρι- — (AM ἀρι ) προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι ). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου… …   Dictionary of Greek

  • Ἄρι — Ἄρις fem voc sg Ἄρῑ , Ἄρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρί — ἀρίς bow drill fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀρί — ἀρί , ἀρίς bow drill fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρις — Ἄρῑς , Ἄρις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἄρις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • εφτάρι — το [εφτά] 1. σύνολο επτά ομοειδών μονάδων 2. το αριθμητικό ψηφίο επτά (7) 3. χαρτί τής τράπουλας που έχει επτά φορές το συμβολικό σημείο ενός από τα τέσσερα χρώματα: εφτάρι σπαθί κούπα καρό μπαστούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά + κατάλ. αρι* (πρβλ. εξ… …   Dictionary of Greek

  • ζευγάρι — το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν) ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια τής γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ. β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. 1. «κάνω ζευγάρι» καλλιεργώ, οργώνω 2. «βγήκαν… …   Dictionary of Greek

  • θηκάρι — και φηκάρι και φουκάρι, το (ΑΜ θηκάριον) [θήκη] μικρή θήκη ξίφους ή μαχαιριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + κατάλ. άρι*, πρβλ. βλαστ άρι, ζευγ άρι] …   Dictionary of Greek

  • ιδρωτάρι — και δρωτάρι, το άφθονη έκκριση ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώτας + κατάλ. άρι (πρβλ. λιθ άρι, πιθ άρι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”